- πορρώτερον
- πορρώτερον/πορρωτέρω s. πόρρω, end.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
πορρώτερον — πρόσω forwards irreg̱comp indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μασσότερον — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «πορρώτερον», μακρύτερα. [ΕΤΥΜΟΛ. Τ. σχηματισμένος από το συγκρ. μάσσων τού μακρός] … Dictionary of Greek